- αυτομαθεια
- αὐτομάθειααὐτο-μάθειαἥ самообучение Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αυτομάθεια — η (Α αὐτομάθεια και θία) [αυτομαθής] το να μαθαίνει κανείς μόνος του, χωρίς δάσκαλο … Dictionary of Greek
αὐτομαθείας — αὐτομαθείᾱς , αὐτομάθεια self teaching fem acc pl αὐτομαθείᾱς , αὐτομάθεια self teaching fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομάθειαν — αὐτομάθεια self teaching fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)